ἐπισπαστήρ

ἐπισπαστήρ
ἐπισπαστήρ
latch
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισπαστήρ — ἐπισπαστήρ, ὁ (Α) 1. το χερούλι τής πόρτας 2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα τού διχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα τηρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπαστῆρα — ἐπισπαστήρ latch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστῆρες — ἐπισπαστήρ latch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστῆρσι — ἐπισπαστήρ latch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστήρων — ἐπισπαστήρ latch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσπαστρον — ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) [επισπώ] έπισπαστήρ αρχ. 1. σχοινί 2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”